- κριτῆς
- κριτόςseparatedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριτής — judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… … Dictionary of Greek
κριτής — ο 1. αυτός που κρίνει, δικαστής. 2. διαιτητής, κριτής αγώνα, πραγματογνώμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φίλων κριτὴς μὴ γίνου. — φίλων κριτὴς μὴ γίνου. См. Двое дерутся, третий не подходи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… … Dictionary of Greek
κριταῖν — κριτής judge masc gen/dat dual κριτός separated fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριταῖς — κριτής judge masc dat pl κριτός separated fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριταῖσι — κριτής judge masc dat pl (epic ionic aeolic) κριτός separated fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριταί — κριτής judge masc nom/voc pl κριτός separated fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτοῦ — κριτής judge masc gen sg κριτός separated masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)